λαγώχειλος

λαγώχειλος
-η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
βλ. λαγόχειλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγώχειλοι — λαγώχειλος having a harelip masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγόχειλος — και λαγώχειλος, η, ο (Α λαγώχειλος, ον) 1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν) η λαγοχειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό χειλος, παχύ χειλος] …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”